Ο θάνατος στις φλόγες επιβάλλεται και στα αντικείμενα που αποτυπώνουν τη γλώσσα και τη γνώση: οι φάκελοι και οι κατάλογοι της εφορίας, τα διατάγματα και τα βιβλία. Η καταστροφή των γραπτών κειμένων καταργεί μια μοναδική επινόηση του πολιτισμού. Μέσω της γραφής, η γλώσσα αποσπάται από το σώμα του ανθρώπου. Η λέξη και η σκέψη ανεξαρτητοποιούνται από την προφορική εκφορά, από την παρουσία των ομιλητών και των ακροατών. Το νόημα αποκτά διάρκεια, το περιεχόμενο κερδίζει ένα ιδιαίτερο βάρος και μπορεί να ελεγχθεί και να κληροδοτηθεί χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο συγγραφέας. Αίρεται έτσι ο εφήμερος χαρακτήρας του προφορικού λόγου. Ό,τι είναι γραμμένο και τυπωμένο ανήκει για πάντα στον κόσμο. Μέσω της γραφής, η πίστη και η γνώση, η εντολή και ο νόμος αποκτούν διαρκή ισχύ, αυθεντία. Δεν απαιτούν πλέον κάποια τελετουργική επανάληψη, κάποια διακήρυξη τους. Επίσης, η ιστορία βγαίνει από τη λήθη. Από την ώρα που καταγράφεται, δεν χρειάζεται πλέον να την αφηγείται η μία γενιά στην άλλη. Η γραφή είναι, επομένως, υπόστρωμα και σύμβολο της πολιτισμικής αθανασίας.
Η επίθεση ενάντια στα γραπτά κείμενα θέλει να καταστρέψει την ισχύ των λέξεων, το παρόν της παράδοσης, τα αποθέματα της «ύποπτης» γνώσης. Οι προφήτες της ομοιογένειας κόπτονται για το πνεύμα των ανθρώπων και θέλουν να το απελευθερώσουν απ’ όλες τις αντιφάσεις, όχι μέσω των πεποιθήσεων ή της πειθούς, αλλά μέσω της βίας. Το πιο εντυπωσιακό θέαμα είναι η πυρά. Η φωτιά δεν εξαφανίζει μεν τις σκέψεις από τον κόσμο, αλλά εξοβελίζει την ανεπιθύμητη γνώση. Στο εξής θα γνωρίζει ο καθένας τι δεν πρέπει να γνωρίζει, να διαβάζει και να λέει. Τα απαγορευμένα γραπτά μπορούν να κυκλοφορούν πλέον μόνο κρυφά. Η απειλή είναι σαφής. Γιατί η καύση του βιβλίου είναι μια πράξη αντιπροσωπευτικής θανάτωσης. Αντικαθιστά την εκτέλεση του συγγραφέα. Το κείμενο είναι το «πνευματικό του παιδί» του συντάκτη του. Το κείμενο τιμωρείται και αφανίζεται στη θέση του δημιουργού του. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι διώκτες φρόντιζαν παλαιότερα να ρίχνουν μαζί και τη γλώσσα και το δεξί χέρι του συγγραφέα στη φωτιά.
Η εκτέλεση του βιβλίου μιμείται ακόμα και τις λεπτομέρειες της δημόσιας τελετουργίας της εκτέλεσης. Σκηνοθετούν μια γιορτή, με ορχήστρα, νυχτερινή λαμπαδηφορία και ομιλίες μπροστά στη φωτιά. Ένας αυτοανακηρυγμένος δικαστής ανακοινώνει την καταδικαστική απόφαση, οι δήμιοι και οι θεατές ρίχνουν τα βιβλία στις φλόγες. Το κοινό χειροκροτεί ενθουσιασμένο. Γιατί η καύση του γραπτού είναι μια σπάνια στιγμή πνευματικής ελευθερίας και ενότητας. Καθώς απαλλάσσονται από το γραμμένο, οι άνθρωποι επιστρέφουν για λίγο σε μια παλαιότερη κατάσταση· χωρίς το βάσανο της αμφιβολίας, χωρίς την ενοχλητική πολλαπλότητα των απόψεων και των θέσεων· σε μια κατάσταση όπου ο καθένας σκεφτόταν το ίδιο με τον άλλον, και όπου όλα όσα σκεφτόταν κάποιος μαρτυρούσαν την ταύτισή του με τους άλλους. [440]
Βόλφγκανγκ Σόσκι (Wolfgang Sofski): Πραγματεία περί της βίας, ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ, Αθήνα, 1998 (Διασκευασμένο κείμενο).