Η σπουδαιότητα τού να είναι κανείς κουτσομπόλης

Αν δεν έχεις κάτι καλό να πεις, μην μιλήσεις καθόλου» θα σύστηνε το savoir vivre, σε αντίθεση με την Ολυμπία Δουκάκη που στις «Ανθισμένες Μανόλιες» πρότεινε: «Αν δεν έχεις κάτι καλό να πεις για κανέναν, έλα να κάτσεις δίπλα μου». Αν ακολουθήσεις την κοινωνικά αποδεκτή συμβουλή, θα είσαι ένα καλό κι ευγενικό αλλά βαρετό κορίτσι. Αν ακολουθήσεις την προτροπή της Ολυμπίας, σίγουρα θα είσαι πιο ενδιαφέρων άνθρωπος. Το κουτσομπολιό είναι ελκυστικό, γιατί ξαφνικά φωτίζει τις απόκρυφες στιγμές της προσωπικής ζωής.

Εδώ, θα πρέπει να πούμε ότι το καλό κουτσομπολιό σπάνια αφορά κάτι καλό. Γι’ αυτό και οι καταστροφές, οι χωρισμοί, η κακή διαχείριση περιουσιών, τα διαζύγιο, κατέχουν περίοπτη θέση στην κλίμακα των αγαπημένων σχολίων, και σπάνιο μπορεί να τα ανταγωνιστεί μια φιλανθρωπική πράξη ή η περιγραφή ενός ευτυχισμένου έγγαμου βίου. Γιατί αν το δούμε και από την πρακτική πλευρά, ποιος θα πέθαινε από περιέργεια για το πόσο ωραία περνάνε τα Σαββατοκύριακα ο Μπραντ Πιτ με την Τζένιφερ Άνιστον σε σχέση με το πόσο θα ενδιέφερε αναλόγως ένας αιματοβαμμένος καβγάς τους, ή ακόμη καλύτερα ένα διαζύγιο, έστω και συναινετικό;

Το κουτσομπολιό απευθύνεται κυρίως στις σκοτεινές πλευρές της ψυχής, φέρνει στην επιφάνεια τα ταπεινά ένστικτα της χαιρεκακίας, σαν να έχεις κάτι να χωρίσεις με τα αντικείμενα της ψύχωσης σου. Άλλο ένα χαρακτηριστικό τους είναι ότι ενεργοποιούν μια περίεργη μορφή ξιπασιάς, που ενώ η πληροφορία που μοιράζεσαι καθόλου δεν έχει να κάνει με σένα, σε ερεθίζει η ιδέα της συμμετοχής σ’ αυτά. Πώς αλλιώς θα εξηγούσε κανείς τη σπουδαιότητα της γνώσης ότι η Σελίν Ντιόν έχει χίλια ζευγάρια παπούτσια και η Γκουίνεθ Πάλτροου αγόρασε μια τσάντα για 18.000 ευρώ; Είναι σαφές πως ένα κουτσομπολιό δεν αλλάζει τη ζωή σου, πέρα από τη στιγμιαία χαρά που θα σου δώσει η αναπαραγωγή μιας αποκλειστικότητας.

Άλλο χαρακτηριστικό του είναι πως η ανάγκη σου να πιστέψεις αυτό που ακούς είναι μεγαλύτερη από το να ανακαλύψεις αν είναι αλήθεια. Γι’ αυτό και τα νέα διαδίδονται με φοβερή ταχύτητα. Κανείς δεν σκοτίζεται να διασταυρώσει, αλλά αρκείται στο να παπαγαλίζει, Όπως είχε πει κάποτε η Κάθριν Χέπμπορν «Δεν με νοιάζει τι γράφεται για μένα, αρκεί να μην είναι αληθινό». Αντίστοιχα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι «Δεν με νοιάζει αν είναι αληθινό, αρκεί να φτάσει στα αφτιά μου». Έτσι, η μύηση σε ένα σκάνδαλο είναι η ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα, η ανάγκη του reality στη ζωή μας, που εξαντλείται απλώς στην αναπαραγωγή των δρώμενων, ανεξάρτητα αν το θέμα προς κατανάλωση είναι αληθινό ή φανταστικό, Εδώ, φαίνεται να υπερισχύει η ψευδαίσθηση της αληθοφάνειας του σκανδάλου παρά η αυθεντικότητα του.

Έχει το κουτσομπολιό ηθική; Υπάρχουν πράγματα που απαγορεύονται; Προσπαθήσαμε να συντάξουμε έναν κατάλογο:

  • Μην κουτσομπολεύεις τους καλούς σου φίλους.
  • Μην κουτσομπολεύεις τις αποτυχίες, προσωπικές ή επαγγελματικές, των άλλων. Εκτός κι αν το αξίζουν.
  • Μην κουτσομπολεύεις τις σεξουαλικές προτιμήσεις αγνώστων. Εξαιρούνται οι πολιτικοί.
  • Μην κουτσομπολεύεις ανθρώπους του στενού οικογενειακού σου περιβάλλοντος, παρά μόνον στον ψυχαναλυτή σου.
  • Μην κουτσομπολεύεις φυσικά ελαττώματα, εκτός αν ευθύνεται κάποιος πλαστικός χειρουργός γι’ αυτά. Αλλά για καλό και για κακό μην σχολιάζεις διαρκώς τις πλαστικές, Δεν ξέρεις πώς θα σου φερθεί κι εσένα ο χρόνος. [506]

Κατερίνα Μπέη, BAZAAR, τεύχος 73, Απρίλιος 2003 (Διασκευασμένο κείμενο).

 

 

Δημοσιεύθηκε στη Αξίες, Γ΄ Λυκείου | Ετικέτες: , , , , , | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η σπουδαιότητα τού να είναι κανείς κουτσομπόλης

Η τεμπελιά του παράδεισου

Ακόμη και ο πιο φιλόδοξος φιλοσοφικός στοχασμός στέκεται με αμηχανία μπροστά στο αντιθετικό δίπολο εργασίας-τεμπελιάς, αδυνατώντας να συμπεράνει σε ποιο μέρος βρίσκεται η φύση του καλού και σε ποιο του κακού. Κι ακόμη περισσότερο, τόσο η εργασία όσο και η τεμπελιά αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις κοινωνικής συμπεριφοράς. Όταν η μία εγκωμιάζεται ως αρετή, η άλλη αφορίζεται ως ψυχοπαθολογική εκτροπή και αντίστροφα: όταν η εργασία νοείται ως «ανελεύθερη και πρόστυχη τέχνη» Κικέρων, De Officiis), τότε η τεμπελιά αναδύεται ως «αξιοπρεπής αργία» και ως ένας τρόπος ζωής που ορίζεται «από τη γλυκιά απόλαυση να μην κάνεις τίποτε» (Κικέρωνα Pro Sestio και Βιργιλίου Eclogues). Αντίθετα, όταν η εργασία ερμηνεύεται ως εικόνα της δραστηριότητας του Θεού (Θωμάς Ακινάτης), τότε η αργία της τεμπελιάς μεταπίπτει σε μια παρά φύσιν κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης.

Αν και δεν απαιτείται ιδιαίτερη μελέτη για να διαπιστωθεί πόσο βαθιά αρνητική σημασία είχε η έννοια της «εργασίας» σε όλους τους πολιτισμούς, όλων των εποχών, χρειάζεται εξαιρετική προσοχή για να εντοπιστεί το είδος της «τεμπελιάς» που θεωρήθηκε αρετή. Έτσι, ενώ οι ορισμοί της εργασίας είναι πολλοί και καλύπτουν όλο το φάσμα των επιστημών, οι ορισμοί της «τεμπελιάς» περιορίζονται κυρίως στο πεδίο των ψυχοπαθολογικών ερμηνειών. «Η τεμπελιά είναι μια κωμωδία στην οποία όλοι μας έχουμε ένα ρόλο, ένα διαυγές λιβάδι ηλιόλουστων λουλουδιών όπου τα ανυπόταχτα χρώματα του Σύμπαντος χορεύουν στους ρυθμούς του ανέμου», γράφει κάποιος ανώνυμος του περασμένου αιώνα, προσπαθώντας να φωτίσει το θολό τοπίο των οριζόντων της τεμπελιάς.

Γι’ αυτό η εργασία χρειάστηκε τη θρησκευτική συνδρομή για να εξαγνιστεί από το πολύ κακό παρελθόν της, καθώς ήταν συνώνυμη με τις έννοιες του μόχθου που τη χρέωνε μόνο στους ανελεύθερους, στους δούλους και στους ακαλλιέργητους ανθρώπους, για τους οποίους η εργασία απαιτούνταν μόνο για χάρη του οικονομικού της σκοπού και όχι για την ηθική τους βελτίωση ή ενασχόληση. Η εργασία ως αρετή αναδύθηκε πολύ αργότερα και είναι αποφασιστική η συμβολή του Αυγουστίνου, εκεί στα τέλη της αρχαιότητας, που διατύπωσε την ιδέα της «αξιοπρεπούς χειρωνακτικής εργασίας».

Σ’ ένα πολιτιστικό περιβάλλον που διέδιδε ότι ένας τεμπέλης δεν μπορεί να είναι ευσεβής, απαιτήθηκε αυτή η ηθικολογική άποψη της εργασίας ώστε η τεμπελιά να εξοβελιστεί στο έρεβος των αμαρτημάτων.

Μέσα από το θείο προφίλ της, σταδιακά η εργασία εξελίχθηκε σε βασικό παράγοντα της παραγωγής και της οικονομίας πότε μέσα από τον ορθολογισμό της Αναγέννησης πότε μέσα από τις αστικές επαναστάσεις και πότε μέσα από τις μεγάλες οικονομικές θεωρίες. Η εμφάνιση Συνταγμάτων στα αναδυόμενα κράτη διατύπωσε και το δικαίωμα στην εργασία, ενώ παράλληλα συγκροτήθηκε νέος επιστημονικός τομέας με αντικείμενο τη στάση του εργάτη απέναντι στην εργασία. Σε όλη αυτή τη δραματική αναζήτηση μιας απάντησης στην απορία γιατί η εργασία είναι μόχθος, ακούστηκαν από αφελείς δοξασίες ότι η φύση της εργασίας είναι το σύμπτωμα της προόδου μέχρι μηδενιστικές εκτιμήσεις για την κουλτούρα και τον πολιτισμό.

Τελικά όμως όλοι συμφωνούν ότι η τεμπελιά –αντίθετα με την εργασία– είναι το έπαθλο ενός παραδείσου. [469]

Αχιλλέας Φακατσέλης, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Αφιέρωμα, 7/8/2001 (Διασκευασμένο κείμενο).

 

Δημοσιεύθηκε στη Β΄ Λυκείου, Ελεύθερος χρόνος | Ετικέτες: , , , , , , , | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η τεμπελιά του παράδεισου

Η βραδύτητα

Μας ήρθε ξαφνικά η διάθεση να περάσουμε από νωρίς τη νύχτα σ’ έναν πύργο. Πολλοί πύργοι στη Γαλλία έχουν γίνει ξενοδοχεία: ένα τετράγωνο όλο πράσινο, χαμένο σε  μια  έκταση  όλο  ασχήμια  χωρίς  πράσινο· ένα  κομματάκι  από  αλέες,  δέντρα  και πουλιά στη μέση ενός απέραντου δικτύου από δρόμους. Οδηγώ και στο καθρεφτάκι προσέχω  πίσω  μου  ένα  αυτοκίνητο.  Το  αριστερό  του  φωτάκι  αναβοσβήνει  και ολόκληρο το αυτοκίνητο εκπέμπει κύματα ανυπομονησίας. Ο οδηγός περιμένει την ευκαιρία να με προσπεράσει· παραμονεύει αυτή τη στιγμή, όπως το αρπαχτικό παραμονεύει ένα σπουργίτι.

Η Βέρα, η γυναίκα μου, μου λέει: «Κάθε πενήντα λεπτά πεθαίνει κι ένας άνθρωπος στους δρόμους της Γαλλίας. Για κοίτα όλους αυτούς τους τρελούς που τρέχουν γύρω μας. Είναι οι ίδιοι που γίνονται υπερβολικά συνετοί, όταν κακοποιείται κάποια γριά μπροστά στα μάτια τους στο δρόμο. Τι συμβαίνει και δε φοβούνται, όταν βρίσκονται στο τιμόνι;»

Τι να απαντήσεις; Μάλλον το εξής: ο άνθρωπος που σκύβει πάνω στη μοτοσικλέτα του δεν μπορεί να συγκεντρωθεί παρά μόνο στην παρούσα στιγμή της πτήσης  του·  γαντζώνεται  πάνω  σ’  ένα  κλάσμα  χρόνου  αποκομμένο  και  από  το παρελθόν και από το μέλλον. Αποσπάται από τη συνέχεια του χρόνου. Με άλλα λόγια βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης. Δεν ξέρει τίποτα για την ηλικία του, τίποτα για τη γυναίκα του, τίποτα για τα παιδιά του, τίποτα για τις σκοτούρες του και ως εκ τούτου δε φοβάται, γιατί η πηγή του φόβου βρίσκεται στο μέλλον, και όποιος απελευθερώνεται από το μέλλον δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.

Η ταχύτητα είναι μορφή έκστασης που την έκανε δώρο στον άνθρωπο η τεχνολογική  επανάσταση.  Σε  αντίθεση  με  τον  μοτοσικλετιστή,  ο  δρομέας  είναι πάντοτε παρών στο σώμα του, αφού είναι αναγκασμένος να σκέφτεται ασταμάτητα τις φουσκάλες του, το λαχάνιασμά του. Όταν τρέχει, αισθάνεται το βάρος του και την ηλικία του, έχοντας όσο ποτέ άλλοτε συνείδηση του εαυτού του και του χρόνου της ζωής του. Όλα αλλάζουν, όταν ο άνθρωπος εκχωρεί την ικανότητά του για ταχύτητα σε μια μηχανή. Από εκείνη τη στιγμή το σώμα του βρίσκεται εκτός παιχνιδιού και παραδίδεται σε μια ταχύτητα που είναι ασώματη, άυλη, ταχύτητα αμιγής, ταχύτητα καθαυτή, ταχύτητα έκσταση.

Γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας; Α, πού είναι οι παλιοί αργόσχολοι; Πού είναι  αυτοί  οι  φυγόπονοι  ήρωες  των  λαϊκών  τραγουδιών,  αυτοί  οι  πλάνητες  που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στο ύπαιθρο; Άραγε χάθηκαν μαζί με τους χωματόδρομους, μαζί με τα λιβάδια και τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση; Μια τσέχικη παροιμία δίνει τον ορισμό της γλυκιάς απραξίας τους με μια μεταφορά: κοιτάζουν τα παράθυρα του καλού Θεού. Όποιος κοιτάζει τα παράθυρα του καλού Θεού δε βαριέται, είναι ευτυχής. Στον κόσμο μας η αργία μεταβλήθηκε σε αεργία που είναι τελείως άλλο πράγμα. Ο άεργος είναι στερημένος, βαριέται, αναζητάει μονίμως την κίνηση που του λείπει. [449]

Μίλαν Κούντερα: Η Βραδύτητα, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ (Διασκευασμένο κείμενο).

Δημοσιεύθηκε στη Β΄ Λυκείου, Ελεύθερος χρόνος | Ετικέτες: , , , , , , | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η βραδύτητα