Ο ηλεκτρονικός άβακας

Όχι πολλές γενιές πριν τα παιδιά πήγαιναν στην τάξη με μόνο εφόδιο μια ξύλινη πινακίδα. Στη μαυρισμένη της επιφάνεια έγραφαν με κιμωλία τα πάντα. Τα σβησμένα τα κρατούσαν στη μνήμη τους. Πολύ αργότερα, στην εποχή της αφθονίας, έμαθαν ότι η γνώση, η επικοινωνία και η ψυχαγωγία φωλιάζουν όλες μαζί σε ένα κουτί που λέγεται «υπολογιστής». Τώρα, σχεδόν όλα αποκτούν ένα τέτοιο κουτί, με μια σύνδεση στο Διαδίκτυο. Η πινακίδα των προπάππων τους έγινε «αρχαία ιστορία» και ξεχάστηκε για πάντα… ή μήπως όχι;

Το Tablet, με ακολουθούντα πολλά άλλα φορητά εξαρτήματα (gadget για μικρούς και μεγάλους), ακολουθεί πιστά την ιδέα της ξύλινης πινακίδας που αναφέραμε στην αρχή της ιστορίας μας, αλλά με πολλά καινοφανή προτερήματα. Όντως μπορεί να γράφεις σε αυτή με ένα ειδικό στυλό, αλλά καταχωρίζει τα σχέδια, τα γράμματα και τα τσεκαρίσματά σου ψηφιακά. Επίσης, αναγνωρίζει τη φωνή σου και μετατρέπει την υπαγόρευση σε κείμενο, λειτουργεί ως αναγνωστάρι για ψηφιακά βιβλία και συνδέεται ασύρματα με το Διαδίκτυο και το επιτόπιο δίκτυο του σπιτιού ή της επιχείρησης. Ως το τέλος της δεκαετίας, ο επικεφαλής της Microsoft, Μπιλ Γκέιτς, θεωρεί ότι ο μέσος άνθρωπος θα αναρωτιέται «πώς ζούσε χωρίς αυτό».

Είναι αλήθεια ότι η επανεφεύρεση της πινακίδας ήταν ώριμη ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου. Ζει ήδη μέσα σε έναν ωκεανό πληροφοροποιημένων υπηρεσιών, εργάζεται παντού με τη διαμεσολάβηση υπολογιστών, πληρώνεται, ενημερώνεται και ψυχαγωγείται μέσω αυτών, ακόμη και θεραπεύεται έγκαιρα ή όχι χάρη στην ύπαρξή τους. Έχει γίνει όμως σκλάβος των καλωδίων και κάθε νέα συσκευή, στο σπίτι ή στο γραφείο, του προσθέτει έναν ακόμη μπελά υποδομής, συν το ότι μακριά από τα καλώδια χάνει την όποια επαφή με τα πολύτιμα δεδομένα του.

Τώρα, με την προοπτική μιας ψηφιακής πινακίδας υπό μάλης, μπορούμε να ξανασκεφτούμε την «ουρά» σε μια δημόσια υπηρεσία: Ο πολίτης, απλωμένος στον καναπέ του ή στο παγκάκι του πάρκου, καλεί στην οθόνη του τη σχετική αίτηση, τσεκάρει και υπογράφει ψηφιακά με το πενάκι του· ο ιδεατός υπάλληλος ελέγχει μέσω Διαδικτύου την πληρότητα και τον διορθώνει, εγκρίνει και προχωρά στο επόμενο βήμα… Όνειρο; Ίσως, αλλά όχι πλέον μακρινό.

Μυριάδες παραδείγματα διευκόλυνσης της καθημερινής μας ζωής μπορούμε να σκεφθούμε, είτε με τη χρήση ψηφιακής πινακίδας είτε μέσω των αντίστοιχα ενισχυμένων «έξυπνων» κινητών τηλεφώνων. Τη μεγαλύτερη και μαζικότερη αλλαγή όμως θαρρώ ότι θα γνωρίσει η εκπαίδευση. Η παρουσία στη μαθητική ή φοιτητική τσάντα μιας πινακίδας-κόμβου σύνδεσης με τη γνώση όλου του κόσμου θα θέσει το εκπαιδευτικό σύστημα μπροστά στο μεγαλύτερο αίτημα αλλαγής που γνώρισε ποτέ. Όχι ότι θα καταστεί αχρείαστη η παρουσία στο σχολείο. Αλλά, κυρίως, ότι θα γίνει ζητούμενο η προσαρμογή της διαδικασίας μάθησης στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και δεξιότητες του κάθε μαθητή. Όπως επίσης ότι θα είναι διαφανής και αντικειμενικά μετρήσιμη πλέον η επίδοση τού κάθε μαθητή, αλλά και του κάθε δασκάλου! Η νέα ασύρματη τεχνολογία αν μη τι άλλο θα φέρει το άτομο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ας ετοιμαστούμε γι’ αυτή την πρωτόγνωρη κοινωνική ανατροπή! [473]

Τάσος Καφαντάρης, ΤΟ ΒΗΜΑ , 16/2/2003 (Διασκευασμένο κείμενο).

Δημοσιεύθηκε στη Β΄ Λυκείου, Ψηφιακός πολιτισμός | Ετικέτες: , , , , | Σχολιάστε

Το βιβλίο ως καταλωτικό προϊόν

Υπάρχει μια κυρίαρχη τάση τα τελευταία χρόνια ‒με αφετηρίες στη διεθνή πρακτική και στους επικοινωνιακά ισχυρούς εισηγητές στον ντόπιο μικρόκοσμο του βιβλίου στη χώρα μας‒, που θεωρεί πως ο τρόπος ανάπτυξης της αναγνωστικής παιδείας περνά μέσα από το παιχνίδι. Η ανάπτυξη της αναγνωστικής παιδείας μέσω οργανωμένης καμπάνιας στις περιπτώσεις αυτές αναφέρεται βέβαια στα παιδιά και αφορά αποκλειστικά αυτά, είτε γιατί οι διαμορφωτές της επιλέγουν να μην ασχοληθούν με τους «δύσκολους» ενήλικες, είτε/και γιατί οι βάσεις τίθενται από την μικρή ηλικία.

Το φαινόμενο βασίζεται και ενισχύει παράλληλα φαινόμενα της ελληνικής κοινωνίας, η οποία τα τελευταία χρόνια φαίνεται να ανακαλύπτει, μέσω ενός καταναλωτικού πολιτιστικού μοντέλου, την αξία των πολλών «ερεθισμάτων» για τα παιδιά. Η βιομηχανία του θεάματος θησαυρίζει στοχεύοντας πολλαπλά τους μικρούς καταναλωτές των «ψυχαγωγικών» προϊόντων της και κυρίως στοχεύοντας στους πρόθυμους να προσφέρουν τα πάντα γονείς. Ειδικά προϊόντα για ειδικούς καταναλωτές, πλέγμα υπηρεσιών και αντικειμένων που συνοδεύουν ακόμη και τα πολιτιστικά έργα που τα αφορούν. Θα δει κανείς δυστυχείς μπαμπάδες και μαμάδες να σέρνουν τα βαριεστημένα και χορτασμένα παιδιά τους σε θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες ειδικές για παιδιά, ειδικότερες για αυτές τις ηλικίες, με εγγύηση ότι δεν θα βλάψουν την παιδική τους «ψυχολογία». Το ενδιαφέρον σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι συχνά υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στα πολιτιστικά ενδιαφέροντα ενηλίκων και ανηλίκων: συνήθως οι γονείς δεν θα δουν ούτε μία παράσταση για ενηλίκους, αλλά θα πάνε σε όλες τις παιδικές.

Καταναλωτικό προϊόν είναι και το βιβλίο. Στα βιβλιοπωλεία θα δεις βιβλία για αγόρια και κορίτσια, παιδιά και εφήβους, 1-3 ετών, 5-8, 10, 11-13 και ούτω καθεξής, κατά τα ήθη και τις αυθαίρετες ετικέτες των εκδοτών. Είναι κανόνας πλέον η ερώτηση που θα διατυπώσει ο ενήλικος καταναλωτής στον εργαζόμενο πωλητή ενός βιβλιοπωλείου: «θα ήθελα ένα βιβλίο για ένα τετράχρονο κοριτσάκι», «πρόκειται για ένα αγόρι 13 χρόνων που δεν διαβάζει πολύ, τι μου προτείνετε να του πάρω;». Η αναγνωστική φτώχεια αρχίζει πλέον να διαμορφώνει και την παραγωγή βιβλίων, αφού η κατανάλωση στρέφεται σε εντυπωσιακά, φανταστικά, πολύχρωμα προϊόντα με ρηχή ένταση (π.χ. Χάρυ Πότερ).

Δεν θα μπορούσαν ίσως οι βιβλιοθήκες να αντιταχθούν σε αυτά τα φαινόμενα, ακόμη και αν το ήθελαν, ακόμη και αν προσπαθούσαν κάπως αλλιώς να διαμορφώσουν τις καμπάνιες φιλαναγνωσίας στους ανήλικους αναγνώστες; Το φαινόμενο της ανάγνωσης έχει μπει γερά στα γρανάζια της κατανάλωσης ‒και ως προϊόν αντιμετωπίζεται από τους γονείς. Επομένως οι βιβλιοθήκες θα έπρεπε, αν ήθελαν να πετύχουν έναν διαφορετικό στόχο, να ασχοληθούν και με τους γονείς και με τους ανήλικους. Τούτο σημαίνει πως οι θεσμικοί φορείς του βιβλίου (μέσα σε αυτούς και οι βιβλιοθήκες) θα έπρεπε να συγκροτήσουν είτε μια συνολική πολιτική ανάγνωσης, είτε τη συνέχεια της αναγνωστικής τους καμπάνιας για τα δεκάχρονα παιδιά μας. [435]

Γιώργος Κατσαμάκης, Η ΑΥΓΗ, 20/7/2014 (Διασκευασμένο κείμενο).

 

Δημοσιεύθηκε στη Β΄ Λυκείου, Βιβλίο Ανάγνωση | Ετικέτες: , , , , , , , | Σχολιάστε

Τα παιδιά και τα βιβλία

Αν το βιβλίο, κυνικά πλέον, αντιμετωπίζεται ως καταναλωτικό προϊόν και η ανάγνωση ως χρήση μιας έναντι αντιτίμου υπηρεσίας, τότε η αντίληψη πως το βιβλίο είναι κιβωτός ιδεών και συγκινήσεων και η ανάγνωση απόλαυση και ανακάλυψή τους φαντάζει ένας αναχρονιστικός συναισθηματισμός. Η περιγραφή των αναγνωστικών ηθών των ημερών μας, σε μια κοινωνία που ούτως ή άλλως διαβάζει λίγο, περιέχει ποικίλα στοιχεία. Έχει ενδιαφέρον να δούμε τους συγγραφείς παιδικών βιβλίων ως περιφερόμενους από σχολείο… σε σχολείο, και από βιβλιοθήκη… σε βιβλιοθήκη διαφημιστές, εισηγητές, παρουσιαστές, ντελάληδες και «εμψυχωτές» των έργων τους. Υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι με ειδικά προγράμματα παρουσιάσεων. Είναι εύκολο στον κάθε δάσκαλο, γονιό, βιβλιοθηκονόμο να πάρει έναν εκδοτικό οίκο τηλέφωνο και να κανονίσει μαζί του μια τέτοια δράση. Υπάρχουν επικοινωνιακοί συγγραφείς, που καμιά φορά πλαισιώνονται και από ηθοποιούς, ψυχολόγους, εκπαιδευτικούς που στήνουν ολόκληρο θέαμα. Υπάρχουν βέβαια και αυτοί οι άλλοι, οι όχι και τόσο καλοί στο show, ή αυτοί που δεν υποστηρίζονται για κάτι τέτοιο από τον εκδότη τους. Αυτοί οι δεύτεροι κατά κανόνα πουλάνε λιγότερο βέβαια.

Δεν θα μπορούσε εύκολα κανείς να αντιτάξει άλλη αισθητική και ηθική στην πολιτική του βιβλίου. Ιεραρχώντας ως κυρίαρχα στη φιλαναγνωστική παρουσία Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και ιδρυμάτων, τα στοιχεία της αποσπασματικότητας, του εντυπωσιασμού και της περιπτωσιολογίας, ανεβάζει τον πήχη της πολιτικής τής ανάγνωσης και του βιβλίου στο πραγματικό του ύψος. Δεν θα μπορούσε κανείς άλλος από το κράτος, τους εκπαιδευτικούς και τους πολιτιστικούς του φορείς να σχεδιάσει και να υλοποιήσει μια πολιτική που θα ενισχύει την ανάγνωση και δεν θα τεμαχίζει την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας σε «δράσεις» και καμπάνιες. Αν σε αυτόν τον σκοπό συντάσσονται και άλλοι, αυτό δεν είναι κακό, μπορεί αντίθετα να συμπληρώνει τα κενά και να πλουτίζει με ιδέες τη στόχευση. Άλλο αυτό όμως και άλλο να εμφανίζονται ως σημαντικές καλοκαιρινές δράσεις προώθησης της ανάγνωσης. Όχι γιατί δεν είναι ευχάριστες, αλλά γιατί αναγκαστικά δεν συγκροτούν πολιτική φιλαναγνωσίας.

Τα παιδιά και τα βιβλία θα έχουν μια σχέση στενή αν σχέση στενή θα έχουν και οι ενήλικες με το βιβλίο· αν το βιβλίο υπάρχει παντού· αν υπάρχουν βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία· αν «βιβλίο» δεν σημαίνει μόνο λογοτεχνία αλλά και τέχνη και επιστήμη· αν μικροί και μεγάλοι, άτομα και θεσμοί αναγνωρίσουν στο βιβλίο την αξία της γνώσης και της συγκίνησης. Το βιβλίο δεν είναι παιχνίδι, είναι ανάγνωση, είναι μύηση και ταξίδι. Η ανάγνωση δεν είναι συλλογική εμπειρία, αλλά προσωπική ανακάλυψη. Ας μη θεωρούμε ότι κάνουμε κάτι σημαντικό αν δεν πετύχουμε αυτούς τους στόχους. [396]

Γιώργος Κατσαμάκης, Η ΑΥΓΗ, 20/7/2014 (Διασκευασμένο κείμενο).

 

 

Δημοσιεύθηκε στη Β΄ Λυκείου, Βιβλίο Ανάγνωση | Ετικέτες: , , , , , , | Σχολιάστε